- επιγόνειον
- ἐπιγόνειον, το (Α)αιγυπτιακή άρπα με σαράντα χορδές, την οποία κατασκεύασε πρώτος ο Επίγονος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιγόνειον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγονείου — ἐπιγόνειον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγονείων — ἐπιγόνειον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)